- βουβαίνω
- -ανα, -άθηκα, βουβαμένος1. μτφ., κάνω κάποιον βουβό, άφωνο: Τον βούβανε ο πόνος από τον ξαφνικό χαμό του αδελφού του.2. αποστομώνω κάποιον: Μας βούβανε με μια του λέξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.